Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄμβολα2
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
Ἀμβολογήρα
Ἀμβούλιος
Ἀμβρακίδες
ἀμβρίζειν
ἀμβροσία
ἀμβροσίοδμος
ἀμβρόσιος
ἀμβροσιώδης
ἀμβρότιγνον
ἀμβροτόπωλος
ἄμβροτος
ἄμβρυττοι
ἄμβυξ
ἄμβων
View word page
ἀμβρίζειν
ἀμβρίζειν· θεραπεύειν ἐν τοῖς ἱεροῖς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμβρίζειν
Headword (normalized):
ἀμβρίζειν
Headword (normalized/stripped):
αμβριζειν
IDX:
5077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5078
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμβρίζειν·</span> <span class="foreign greek">θεραπεύειν ἐν τοῖς ἱεροῖς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}