ἵππειος
ἵππ-ειος, α, ον,(ἵππος)
A). of a horse or horses, ζυγόν, φάτνη, , 5.799 10.568 ; κάπαι ; 4.40 ἵ. λόφος horse-hair crest, ; 15.537 ἔντεα N. 9.22 ; γένος, μάνδραι, Ant. 341 (lyr.), Fr. 659.3 ; ἔθειραι ; 16.81 τὸ ἵππειον [γάλα] HA 522a28 , ap. ; 19.712 κάλω ἱππείω δύο IG 12.330.19 . Adv. -είως Pr. 58 .
2). ἵππειος, ὁ (sc. μήν), name of month at Thronion, Klio 16.176 (Delph.).(ἵππιος is the usual form in Trag., ἱππικός in Prose.)