Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱππαλεκτρυών
ἱππαλέος
ἵππαλος
ἱππαναβάτης
ἱππάνθρωπος
ἱππαπαῖ
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχεῖον
ἱππαρχέω
ἱππάρχης
ἱππαρχάρχεω
ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
ἱππάς
ἱππασία
ἱππάσιμος
ἱππάσιον
ἵππασμα
ἱππασμός
View word page
ἱππάρχης
ἱππάρχ-ης, Dor. ἱππαρχ-άρχας, Ion. gen.


ShortDef

cavalry commander

Debugging

Headword:
ἱππάρχης
Headword (normalized):
ἱππάρχης
Headword (normalized/stripped):
ιππαρχης
IDX:
50671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50672
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱππάρχ-ης</span>, Dor. <span class="orth greek">ἱππαρχ-άρχας</span>, Ion. gen.</div><br><br>'}