Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωσμός
ἀμβλώσσω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβλώψ
ἀμβόαμα
ἀμβοειδής
ἀμβολά1
ἄμβολα2
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
Ἀμβολογήρα
Ἀμβούλιος
Ἀμβρακίδες
View word page
ἀμβολά1
ἀμβολά
,
ἡ
, poet. for
ἀναβολή.
ShortDef
poet. > ἀναβολή
Debugging
Headword:
ἀμβολά1
Headword (normalized):
ἀμβολά
Headword (normalized/stripped):
αμβολα1
IDX:
5066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5067
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμβολά</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, poet. for <span class="foreign greek">ἀναβολή.</span> </div><br><br>'}