Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωσμός
ἀμβλώσσω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβλώψ
ἀμβόαμα
ἀμβοειδής
ἀμβολά1
ἄμβολα2
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
Ἀμβολογήρα
View word page
ἀμβόαμα
ἀμβόαμα, ἀμβοάω, poet. for ἀναβόαμα, ἀναβοάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμβόαμα
Headword (normalized):
ἀμβόαμα
Headword (normalized/stripped):
αμβοαμα
IDX:
5064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5065
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμβόαμα</span>, <span class="orth greek">ἀμβοάω</span>, poet. for <span class="foreign greek">ἀναβόαμα, ἀναβοάω.</span> </div><br><br>'}