Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἰοφόρος
ἰοχέαιρα
Ἰοχια
ἵπαμα
ἰπνευτής
ἰπνεύω
ἴπνη
ἰπνίον
ἴπνιος
ἰπνίτης
ἰπνοδόμαν
ἰπνοκαής
ἰπνοκαύστης
ἰπνοκήιον
ἰπνολέβης
ἰπνολεβήτιον
ἴπνον
ἰπνοπλάθος
ἰπνοποιός
ἰπνός
ἰπνών
View word page
ἰπνοδόμαν
ἰπνο-δόμαν·
τὴν φρυγίαν
(Cret.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἰπνοδόμαν
Headword (normalized):
ἰπνοδόμαν
Headword (normalized/stripped):
ιπνοδομαν
IDX:
50636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50637
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰπνο-δόμαν·</span> <span class="foreign greek">τὴν φρυγίαν</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}