Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπισμός
ἀμβλυωπός
ἀμβλυωσμός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἄμβλωμα
ἀμβλῶνες
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωσμός
ἀμβλώσσω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβλώψ
View word page
ἀμβλῶνες
ἀμβλ-ῶνες· χαλβάνη, Διονύσιος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμβλῶνες
Headword (normalized):
ἀμβλῶνες
Headword (normalized/stripped):
αμβλωνες
IDX:
5053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5054
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμβλ-ῶνες·</span> <span class="foreign greek">χαλβάνη, Διονύσιος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}