Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰνάσσω
Ἴναχος
ἱμεροίνδα
ἰνδαλίμη
ἰνδάλλομαι
ἴνδαλμα
ἰνδαλματίζομαι
ἰνδαλμός
ἰνδάριον
ἰνδέα
ἰνδικοπλάστης
Ἰνδικός
Ἰνδιστί
Ἰνδογενής
Ἰνδολέτης
Ἰνδός
Ἰνδοσκυθία
ἴνδουρος
Ἰνδοφόνος
Ἰνδῷος
Ἰνεῖον
View word page
ἰνδικοπλάστης
ἰνδικοπλάστης (-πλεύστης cod.),
A). dyer, Gloss.


ShortDef

dyer

Debugging

Headword:
ἰνδικοπλάστης
Headword (normalized):
ἰνδικοπλάστης
Headword (normalized/stripped):
ινδικοπλαστης
IDX:
50503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50504
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰνδικοπλάστης</span> (<span class="foreign greek">-πλεύστης</span> cod.), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dyer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}