Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰμέσος
ἴμεστος
ἰμμεμφής
ἴμμεναι
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἴμοροι
ἵν
ἵνα
ἰναία
ἰναλίνω
ἴναντι
ἰνάριον
ἰνάσσω
Ἴναχος
ἱμεροίνδα
ἰνδαλίμη
ἰνδάλλομαι
ἴνδαλμα
ἰνδαλματίζομαι
ἰνδαλμός
View word page
ἰναλίνω
ἰναλίνω,
A). v. ἐναλίνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰναλίνω
Headword (normalized):
ἰναλίνω
Headword (normalized/stripped):
ιναλινω
IDX:
50490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50491
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰναλίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐναλίνω</span> .</div> </div><br><br>'}