Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱμερόομαι
ἱμερόπνους
ἵμερος
ἱμερόφρων
ἱμερόφωνος
ἰμέρρω
ἱμερτός
ἱμερώδης
ἰμέσος
ἴμεστος
ἰμμεμφής
ἴμμεναι
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἴμοροι
ἵν
ἵνα
ἰναία
ἰναλίνω
ἴναντι
ἰνάριον
View word page
ἰμμεμφής
ἰμμεμφής (ἰνμενφ- lap.),
A). v. ἐμμεμφής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰμμεμφής
Headword (normalized):
ἰμμεμφής
Headword (normalized/stripped):
ιμμεμφης
IDX:
50482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50483
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰμμεμφής</span> (<span class="foreign greek">ἰνμενφ-</span> lap.), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐμμεμφής</span> .</div> </div><br><br>'}