Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱμεράμπυξ
ἱμερόγυιος
ἱμερόεις
ἱμεροθαλής
ἱμερόνους
ἱμερόομαι
ἱμερόπνους
ἵμερος
ἱμερόφρων
ἱμερόφωνος
ἰμέρρω
ἱμερτός
ἱμερώδης
ἰμέσος
ἴμεστος
ἰμμεμφής
ἴμμεναι
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἴμοροι
ἵν
View word page
ἰμέρρω
ἰμέρρω [ῑ], Aeol. for ἱμείρω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰμέρρω
Headword (normalized):
ἰμέρρω
Headword (normalized/stripped):
ιμερρω
IDX:
50477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50478
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰμέρρω</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">ἱμείρω</span> (q.v.).</div><br><br>'}