Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱματιομισθωτής
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοπλύτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπράτης
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφόριον
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλάκιον
ἱματιοφύλαξ
ἱματισμός
ἱμάω
View word page
ἱματιοπράτης
ἱμᾰτιο-πράτης
[
ᾱ],
,= sq.,
Stud.Pal.
22.95.2
(iii A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἱματιοπράτης
Headword (normalized):
ἱματιοπράτης
Headword (normalized/stripped):
ιματιοπρατης
IDX:
50451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50452
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱμᾰτιο-πράτης</span> [<span class="foreign greek">ᾱ],</span>,= sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stud.Pal.</span> 22.95.2 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}