Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱματιομισθωτής
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοπλύτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπράτης
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφόριον
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλάκιον
ἱματιοφύλαξ
ἱματισμός
View word page
ἱματιοποιΐα
ἱμᾰτιο-ποιΐα
,
ἡ
,
A).
clothes-making,
Gloss.
ShortDef
clothes-making
Debugging
Headword:
ἱματιοποιΐα
Headword (normalized):
ἱματιοποιΐα
Headword (normalized/stripped):
ιματιοποιια
IDX:
50450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50451
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱμᾰτιο-ποιΐα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clothes-making,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}