Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἱματιδάριον
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱματιομισθωτής
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοπλύτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπράτης
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφόριον
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλάκιον
ἱματιοφύλαξ
View word page
ἱματιοπλύτης
ἱμᾰτιο-πλύτης
[
ῠ],
,=
κναφεύς
, dub. in ib.
118iii7
(ii A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἱματιοπλύτης
Headword (normalized):
ἱματιοπλύτης
Headword (normalized/stripped):
ιματιοπλυτης
IDX:
50449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50450
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱμᾰτιο-πλύτης</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>,= <span class="foreign greek">κναφεύς</span>, dub. in ib.<span class="bibl"> 118iii7 </span> (ii A.D.).</div><br><br>'}