Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱματηγός
ἱματιδάριον
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοθήκη
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκλέπτης
ἱματιομίσθης
ἱματιομισθωτής
ἱμάτιον
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱματιοπλύτης
ἱματιοποιΐα
ἱματιοπράτης
ἱματιοπώλης
ἱματιοπωλικόν
ἱματιουργικός
ἱματιοφόριον
ἱματιοφορίς
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλάκιον
View word page
ἱματιοπαραλήμπτης
ἱμᾰτιο-παραλήμπτης [ῑ],,
A). collector of deliveries in kind in the form of clothing, BGU 1564.1 (ii A.D.).


ShortDef

collector of deliveries in kind in the form of clothing

Debugging

Headword:
ἱματιοπαραλήμπτης
Headword (normalized):
ἱματιοπαραλήμπτης
Headword (normalized/stripped):
ιματιοπαραλημπτης
IDX:
50448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50449
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱμᾰτιο-παραλήμπτης</span> [<span class="foreign greek">ῑ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">collector of deliveries in kind in the form of clothing</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1564.1 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}