Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰλυός
ἰλύς
ἰλυσπάομαι
ἰλύσπασις
ἰλυσπαστικός
ἰλύω
ἰλυώδης
ἰμ
ἷμα
ἱμαῖος
Ἱμάλιος
ἱμαλίς
ἱμανήθρη
ἱμαντάριον
ἱμαντελιγμός
ἱμαντελικτής
ἱμάντηρις
ἱμαντίδιον
ἱμάντινος
ἱμάντιον
ἱμαντίσκος
View word page
Ἱμάλιος
Ἱμάλιος, (sc. μήν), v. sq.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἱμάλιος
Headword (normalized):
ἱμάλιος
Headword (normalized/stripped):
ιμαλιος
IDX:
50407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50408
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἱμάλιος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> (sc. <span class="foreign greek">μήν</span>), v. sq.</div><br><br>'}