Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἴλυμα
ἰλυόεις
ἰλυός
ἰλύς
ἰλυσπάομαι
ἰλύσπασις
ἰλυσπαστικός
ἰλύω
ἰλυώδης
ἰμ
ἷμα
ἱμαῖος
Ἱμάλιος
ἱμαλίς
ἱμανήθρη
ἱμαντάριον
ἱμαντελιγμός
ἱμαντελικτής
ἱμάντηρις
ἱμαντίδιον
ἱμάντινος
View word page
ἷμα
ἷμα
,
ατος
,
τό
,=
εἷμα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἷμα
Headword (normalized):
ἷμα
Headword (normalized/stripped):
ιμα
IDX:
50405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50406
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἷμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">εἷμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}