Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄμβλυνσις
ἀμβλυντέον
ἀμβλυντήρ
ἀμβλυντικός
ἀμβλύνω
ἀμβλυόεις
ἀμβλυόχρους
ἀμβλύς
ἀμβλύσκω
ἀμβλυσμός
ἀμβλυστονέω
ἀμβλύτης
ἀμβλυφαέω
ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπισμός
ἀμβλυωπός
ἀμβλυωσμός
View word page
ἀμβλυστονέω
ἀμβλ-υστονέω,
A). v. ἀναβλ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμβλυστονέω
Headword (normalized):
ἀμβλυστονέω
Headword (normalized/stripped):
αμβλυστονεω
IDX:
5039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5040
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμβλ-υστονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀναβλ-.</span> </div> </div><br><br>'}