Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰκριοποιέω
ἰκριοποίησις
ἰκριοποιός
ἰκριόω
ἰκρίωμα
ἰκριωτήρ
ἱκταῖος
ἴκταρ1
ἴκταρ2
ἴκταρ3
ἰκτέα
ἰκτερίας
ἰκτεριάω
ἰκτερικός
ἴκτερις
ἰκτερίτης
ἰκτεριώδης
ἰκτερόομαι
ἴκτερος
ἰκτερώδης
ἴκτευ
View word page
ἰκτέα
ἰκτέα· ἀκόντιον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰκτέα
Headword (normalized):
ἰκτέα
Headword (normalized/stripped):
ικτεα
IDX:
50296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50297
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰκτέα·</span> <span class="foreign greek">ἀκόντιον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}