Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱκετευτικός
ἱκετεύω
ἱκετήριος
ἱκετηρίς
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἱκετικός
ἵκετις
ἱκετοδόχος
ἱκετώσυνα
ἵκηαι
ἴκκος
ἰκμαδώδης
ἰκμάζω
ἰκμαίνω
ἰκμαῖος
ἰκμαλέος
ἴκμαρ
ἰκμάς
ἰκμασία
ἰκμάω1
View word page
ἵκηαι
ἵκηαι, Ep. for ἵκῃ, 2 sg. aor. 2 subj. of ἱκνέομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἵκηαι
Headword (normalized):
ἵκηαι
Headword (normalized/stripped):
ικηαι
IDX:
50262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50263
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἵκηαι</span>, Ep. for <span class="foreign greek">ἵκῃ</span>, 2 sg. aor. 2 subj. of <span class="foreign greek">ἱκνέομαι</span>.</div><br><br>'}