Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

vικατιvέτης
ικατίπεδος
ἴκελος
ἰκελόω
ἰκενάς
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκεταδόκος
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκέτευσις
ἱκετευτέος
ἱκετευτικός
ἱκετεύω
ἱκετήριος
ἱκετηρίς
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἱκετικός
ἵκετις
ἱκετοδόχος
View word page
ἱκέτευσις
ἱκέτ-ευσις, εως, ,= ἱκεσία, Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἱκέτευσις
Headword (normalized):
ἱκέτευσις
Headword (normalized/stripped):
ικετευσις
IDX:
50250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50251
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱκέτ-ευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">ἱκεσία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}