Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱκανόω
ἵκαντι
ἱκάνω
Ἰκάριος
ἰκάς
vίκατι
vικατιvέτης
ικατίπεδος
ἴκελος
ἰκελόω
ἰκενάς
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκεταδόκος
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκέτευσις
ἱκετευτέος
ἱκετευτικός
ἱκετεύω
ἱκετήριος
View word page
ἰκενάς
ἰκενάς· ὀρχήσεις, Hsch. (cf. σικανοί, σίκιννις).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰκενάς
Headword (normalized):
ἰκενάς
Headword (normalized/stripped):
ικενας
IDX:
50244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50245
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰκενάς·</span> <span class="foreign greek">ὀρχήσεις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">σικανοί, σίκιννις</span>).</div><br><br>'}