Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱκανοποιέω
ἱκανός
ἱκανότης
ἱκανόω
ἵκαντι
ἱκάνω
Ἰκάριος
ἰκάς
vίκατι
vικατιvέτης
ικατίπεδος
ἴκελος
ἰκελόω
ἰκενάς
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκεταδόκος
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκέτευσις
ἱκετευτέος
View word page
ικατίπεδος
ῑκατίπεδος, ον,
A). v. εἰκοσίπεδος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ικατίπεδος
Headword (normalized):
ικατίπεδος
Headword (normalized/stripped):
ικατιπεδος
IDX:
50241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50242
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ῑκατίπεδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">εἰκοσίπεδος</span> .</div> </div><br><br>'}