Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἴθυθριξ
ἰθυκέλευθος
ἰθυκρήδεμνος
ἰθυκτέανον
ἰθυκτίων
ἰθύκυφος
ἰθυμαχία
ἰθυμάχος
ἴθυμβος
ἴθυνα
ἰθύντατα
ἰθύντειρα
ἰθυντήρ
ἰθυντήριος
ἰθυντής
ἰθύντωρ
ἰθύνω
ἰθυπετεῖν
ἰθυπορέω
ἰθυπόρος
ἰθυπτίων
View word page
ἰθύντατα
ἰθύν-τατα [ῑ], Adv., Sup. of ἰθύς (A) (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰθύντατα
Headword (normalized):
ἰθύντατα
Headword (normalized/stripped):
ιθυντατα
IDX:
50198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50199
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰθύν-τατα</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, Adv., Sup. of <span class="foreign greek">ἰθύς</span> (A) (q.v.).</div><br><br>'}