Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰθυβόλος
ἰθύγραμμος
ἰθυδίκης
ἰθύδικος
ἰθυδρομία
ἰθυδρόμος
ἴθυθριξ
ἰθυκέλευθος
ἰθυκρήδεμνος
ἰθυκτέανον
ἰθυκτίων
ἰθύκυφος
ἰθυμαχία
ἰθυμάχος
ἴθυμβος
ἴθυνα
ἰθύντατα
ἰθύντειρα
ἰθυντήρ
ἰθυντήριος
ἰθυντής
View word page
ἰθυκτίων
ἰθυ-κτίων,
A). v. ἰθυπτίων .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰθυκτίων
Headword (normalized):
ἰθυκτίων
Headword (normalized/stripped):
ιθυκτιων
IDX:
50192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50193
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰθυ-κτίων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἰθυπτίων</span> .</div> </div><br><br>'}