Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἰθύβιος
ἰθυβόλος
ἰθύγραμμος
ἰθυδίκης
ἰθύδικος
ἰθυδρομία
ἰθυδρόμος
ἴθυθριξ
ἰθυκέλευθος
ἰθυκρήδεμνος
ἰθυκτέανον
ἰθυκτίων
ἰθύκυφος
ἰθυμαχία
ἰθυμάχος
ἴθυμβος
ἴθυνα
ἰθύντατα
ἰθύντειρα
ἰθυντήρ
ἰθυντήριος
View word page
ἰθυκτέανον
ἰθυ-κτέᾰνον·
τὸ ἰθὺ πεφυκὸς καὶ ὀρθὸν δένδρον
,
Hsch.
; cf. sq. and
εὐκτέανος
(B).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἰθυκτέανον
Headword (normalized):
ἰθυκτέανον
Headword (normalized/stripped):
ιθυκτεανον
IDX:
50191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50192
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰθυ-κτέᾰνον·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἰθὺ πεφυκὸς καὶ ὀρθὸν δένδρον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. sq. and <span class="foreign greek">εὐκτέανος</span> (B).</div><br><br>'}