Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰήτης
ἰθαγενής
ἰθαίνω
Ἰθάκη
ἴθανα
ἰθαρός
ἰθείη
ἴθῐ
ἰθίτας
ἴθμα
ἰθμαίνω
ἴθρις
ἰθύβιος
ἰθυβόλος
ἰθύγραμμος
ἰθυδίκης
ἰθύδικος
ἰθυδρομία
ἰθυδρόμος
ἴθυθριξ
ἰθυκέλευθος
View word page
ἰθμαίνω
ἰθμαίνω· ἀσθμαίνω, Hsch. ἰθμία· ἡ τῶν μελισσῶν ἐρυθρὰ κόπρος, Id. ἰθμίν (sic)· περιστόμιον, περιτραχήλιον, ἢ στεφανίς, Id. (cf. ἴσθμιον).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰθμαίνω
Headword (normalized):
ἰθμαίνω
Headword (normalized/stripped):
ιθμαινω
IDX:
50179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50180
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰθμαίνω·</span> <span class="foreign greek">ἀσθμαίνω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἰθμία·</span> <span class="foreign greek">ἡ τῶν μελισσῶν ἐρυθρὰ κόπρος</span>, Id. <span class="orth greek">ἰθμίν</span> (sic)<span class="foreign greek">· περιστόμιον, περιτραχήλιον, ἢ στεφανίς</span>, Id. (cf. <span class="foreign greek">ἴσθμιον</span>).</div><br><br>'}