ἱέρωμα
ἱέρ-ωμα, ατος, τό,
A). consecrated object, offering, ἰαρώματα Supp.Epigr. 1.414.7 (Crete, v/iv B.C., nisi leg. ἀρώματα) ; ἱαρ[ώ]ματα IG 4.917 (Epid., iv B.C.), cf. 2 Ma. 12.40 , AJ 1.19.10 , Isid. 71 .
II). = σκόλλυς ( Lacon.),