ἱερόω
ἱερ-όω, Dor. ἱᾰρ-,(ἱερός)
A). consecrate, dedicate, Lg. 771b ;[ τὰν γᾶν] ἃν Ἀμφικτίονες ἱάρωσαν IG 22.1126.16 (Amphict.); jιαρόντο ( = ἱερούντων ) Ἀπόλλονος Ἐχέτο ἄγαλμα Berl.Sitzb. 1927.8 ( Locr., v B.C.); Thess. part. ἱερούοντος Schwyzer 553 : pf. Pass. ἱερῶσθαι , 5.1 SIG 1006.4 (Cos, iii B.C.), etc.; ἱερωσύνην ἱερώσασθαι ( v.l. ἱεράσασθαι ) to be consecrated to a priesthood, :—also 1.19 ἱερεόομαι, τὴν ἱερωσύνην ἀξίως ἱερεώσατο τοῦ θεοῦ IG 22.1271.13 (iii B.C.); τῷ θεῷ οὗ ἂν ᾖ ἱερειωμένος ib. 1183.32 (iv B.C.); Δωρίδος ἱερεωμένης (perh. pres. part. of ἱεράομαι = ἱερωμένης ) IG 2.1561 (iv B.C.).