Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱερουργικός
ἱερουργός
ἱεροφαντέω
ἱεροφάντης
ἱεροφαντία
ἱεροφαντικός
ἱερόφαντις
ἱεροφάντρια
ἱεροφάντωρ
ἱεροφοιτάω
ἱεροφόρος
ἱεροφυλάκιον
ἱεροφύλαξ
ἱερόφωνος
ἱεροφωρέω
ἱερόχθων
ἱεροψάλτης
ἱερόψυχος
ἱερόω
ἱέρωμα
ἱερωνία
View word page
ἱεροφόρος
ἱερο-φόρος,
A). v. ἱεραφ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἱεροφόρος
Headword (normalized):
ἱεροφόρος
Headword (normalized/stripped):
ιεροφορος
IDX:
50125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50126
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱερο-φόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἱεραφ-</span> .</div> </div><br><br>'}