Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱερούργημα
ἱερουργία
ἱερουργικός
ἱερουργός
ἱεροφαντέω
ἱεροφάντης
ἱεροφαντία
ἱεροφαντικός
ἱερόφαντις
ἱεροφάντρια
ἱεροφάντωρ
ἱεροφοιτάω
ἱεροφόρος
ἱεροφυλάκιον
ἱεροφύλαξ
ἱερόφωνος
ἱεροφωρέω
ἱερόχθων
ἱεροψάλτης
ἱερόψυχος
ἱερόω
View word page
ἱεροφάντωρ
ἱεροφάντ-ωρ, ορος, ,= ἱεροφάντης, Suid.
A). s.v. Ἰονλιανός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἱεροφάντωρ
Headword (normalized):
ἱεροφάντωρ
Headword (normalized/stripped):
ιεροφαντωρ
IDX:
50123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50124
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱεροφάντ-ωρ</span>, <span class="itype greek">ορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">ἱεροφάντης</span>, Suid.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">Ἰονλιανός</span> .</div> </div><br><br>'}