Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱεροσύλημα
ἱεροσύλησις
ἱεροσυλία
ἱερόσυλος
ἱεροταμίας
ἱεροταμιεύω
ἱεροτέκτων
ἱεροτελεστία
ἱεροτεύκτης
ἱερότροχος
ἱερουλίζω
ἱερουργέω
ἱερούργημα
ἱερουργία
ἱερουργικός
ἱερουργός
ἱεροφαντέω
ἱεροφάντης
ἱεροφαντία
ἱεροφαντικός
ἱερόφαντις
View word page
ἱερουλίζω
ἱερο-υλίζω, of wine, τὸν παλαιὸν καὶ ἱερουλίζοντα dub. sens. in Alex.Trall. 10 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἱερουλίζω
Headword (normalized):
ἱερουλίζω
Headword (normalized/stripped):
ιερουλιζω
IDX:
50111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50112
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱερο-υλίζω</span>, of wine, <span class="foreign greek">τὸν παλαιὸν καὶ ἱερουλίζοντα</span> dub. sens. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0744.tlg001:10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Trall.</span> 10 </a>.</div><br><br>'}