Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμαυροφανής
ἀμαυρόω
ἀμαύρωμα
ἀμαύρωσις
ἀμάχαιρος
ἀμαχεί
ἀμάχετος
ἀμαχητί
ἀμάχητος
ἄμαχος
ἀμαχητηρία
ἀμάω1
ἀμάω2
ἀμβ
ἀμβαδέως
ἀμβαδόν
ἄμβαξ
ἄμβαρ
ἄμβασε
ἀμβές
ἄμβη
View word page
ἀμαχητηρία
ἀμαχητηρία· εἶδος ἀκάνθης, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμαχητηρία
Headword (normalized):
ἀμαχητηρία
Headword (normalized/stripped):
αμαχητηρια
IDX:
5010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5011
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμαχητηρία·</span> <span class="foreign greek">εἶδος ἀκάνθης,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}