Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱεροστάτης
ἱεροστολικά
ἱεροστολιστής
ἱερόστολος
ἱεροσυλέω
ἱεροσύλημα
ἱεροσύλησις
ἱεροσυλία
ἱερόσυλος
ἱεροταμίας
ἱεροταμιεύω
ἱεροτέκτων
ἱεροτελεστία
ἱεροτεύκτης
ἱερότροχος
ἱερουλίζω
ἱερουργέω
ἱερούργημα
ἱερουργία
ἱερουργικός
ἱερουργός
View word page
ἱεροταμιεύω
ἱερο-τᾰμιεύω,
A). to be temple-treasurer, SIG 804.16 (Cos, i A.D.).


ShortDef

to be temple-treasurer

Debugging

Headword:
ἱεροταμιεύω
Headword (normalized):
ἱεροταμιεύω
Headword (normalized/stripped):
ιεροταμιευω
IDX:
50106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50107
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱερο-τᾰμιεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be temple-treasurer</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 804.16 </span> (Cos, i A.D.).</div> </div><br><br>'}