ἱεροποιέω
ἱεροποι-έω,
A). serve as ἱεροποιός, -ποιῶν καὶ θύων ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας , cf. 6.45 Ly. 207d , IG 11(2).144 A (Delos, iv B.C.); τῇ Ἀθηνᾷ ib. 22.1257 (iv B.C.); τῷ Ἀπόλλωνι SIG 1037.6 (Milet., iv/iii B.C.), etc.: c. acc., ἱ. εἰσιτητήρια ὑπὲρ τῆς βουλῆς ; 21.114 οἱ τὰ μυστήρια -ποιήσαντες IG 2.872 ; ἱ. τὰ Ἀπολλώνια BCH 36.413 (Delos, ii B.C.).
II). deify, 1.191