Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱερομηνιακός
ἱερομνημονέω
ἱερομνημονικός
ἱερομνημοσύνη
ἱερομνήμων
ἱερομοσχοσφραγιστής
ἱερόμυρτος
ἱερομύστης
ἱερόν
ἱερονίκης
ἱερονομέω
ἱερονόμοι
ἱερονουμηνία
ἱεροόστεον
ἱεροπαρέκτης
ἱερόπλοκος
ἱεροποιέω
ἱεροποίημα
ἱεροποιία
ἱερόποιον
ἱεροποιός
View word page
ἱερονομέω
ἱερο-νομέω,
A). to be a ἱερονόμος, SIG 982.2 (Pergam.), 1219.1 (Gambreum, iii B.C.).


ShortDef

to be a ἱερονόμος

Debugging

Headword:
ἱερονομέω
Headword (normalized):
ἱερονομέω
Headword (normalized/stripped):
ιερονομεω
IDX:
50071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50072
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱερο-νομέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be a</span> <span class="foreign greek">ἱερονόμος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 982.2 </span> (Pergam.), <span class="bibl"> 1219.1 </span> (Gambreum, iii B.C.).</div> </div><br><br>'}