Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱερόλας
ἱερόληπτος
ἱερολογέω
ἱερολογία
ἱερολόγοι
ἱερόμαντις
ἱέρομας
ἱερομηvία
ἱερομηνιακός
ἱερομνημονέω
ἱερομνημονικός
ἱερομνημοσύνη
ἱερομνήμων
ἱερομοσχοσφραγιστής
ἱερόμυρτος
ἱερομύστης
ἱερόν
ἱερονίκης
ἱερονομέω
ἱερονόμοι
ἱερονουμηνία
View word page
ἱερομνημονικός
ἱερο-μνημονικός, Dor. ἱερό-μνᾱμ-, , όν,
A). of a ἱ., ψᾶφος ib. 554.21 (Thermon, iii B.C.).


ShortDef

of a ἱερομνήμων

Debugging

Headword:
ἱερομνημονικός
Headword (normalized):
ἱερομνημονικός
Headword (normalized/stripped):
ιερομνημονικος
IDX:
50063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50064
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱερο-μνημονικός</span>, Dor. <span class="orth greek">ἱερό-μνᾱμ-</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of a</span> <span class="foreign greek">ἱ., ψᾶφος</span> ib.<span class="bibl"> 554.21 </span> (Thermon, iii B.C.).</div> </div><br><br>'}