Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἱεροθρησκεία
ἱερόθροος
ἱεροθύσιον
ἱεροθυτεῖον
ἱεροθυτέω
ἱεροθύτης
ἱερότας
ἱερόθυτος
ἱεροκαυτέω
ἱεροκηρυκεύω
ἱεροκηρυκέω
ἱεροκῆρυξ
ἱεροκόμος
ἱεροκορακικά
ἱεροκτίστης
ἱερόκτιτος
ἱερόλας
ἱερόληπτος
ἱερολογέω
ἱερολογία
ἱερολόγοι
View word page
ἱεροκηρυκέω
ἱερο-κηρῡκέω
,
IGRom.
3.711
(Lycia, iii A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἱεροκηρυκέω
Headword (normalized):
ἱεροκηρυκέω
Headword (normalized/stripped):
ιεροκηρυκεω
IDX:
50047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50048
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱερο-κηρῡκέω</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 3.711 </span> (Lycia, iii A.D.).</div><br><br>'}