Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱερογλωσσόκομον
ἱερόγλωσσος
ἱερογραμματεύς
ἱερογραφικός
ἱερόδακρυς
ἱεροδιδάσκαλος
ἱεροδόκος
ἱεροδουλεία
ἱερόδουλος
ἱερόδρομος
ἱεροεργός
ἱεροθαλλής
ἱεροθέσιον
ἱεροθετέω
ἱεροθήκη
ἱεροθρησκεία
ἱερόθροος
ἱεροθύσιον
ἱεροθυτεῖον
ἱεροθυτέω
ἱεροθύτης
View word page
ἱεροεργός
ἱερο-εργός, όν,
A). v. ἱερουργός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἱεροεργός
Headword (normalized):
ἱεροεργός
Headword (normalized/stripped):
ιεροεργος
IDX:
50032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50033
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱερο-εργός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἱερουργός</span> .</div> </div><br><br>'}