Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἱερῖτις
ἱεροβόαι
ἱεροβοτάνη
ἱερογλυφέω
ἱερογλυφικός
ἱερογλυφιστί
ἱερόγλυφος
ἱερογλωσσόκομον
ἱερόγλωσσος
ἱερογραμματεύς
ἱερογραφικός
ἱερόδακρυς
ἱεροδιδάσκαλος
ἱεροδόκος
ἱεροδουλεία
ἱερόδουλος
ἱερόδρομος
ἱεροεργός
ἱεροθαλλής
ἱεροθέσιον
ἱεροθετέω
View word page
ἱερογραφικός
ἱερο-γρᾰφικός
,
ή
,
όν
, γράμματα
A).
sacred
signs, Man.Hist.
p.512M.
ShortDef
sacred
Debugging
Headword:
ἱερογραφικός
Headword (normalized):
ἱερογραφικός
Headword (normalized/stripped):
ιερογραφικος
IDX:
50025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50026
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱερο-γρᾰφικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span> <span class="foreign greek">, γράμματα</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sacred</span> signs, Man.Hist.<span class="bibl"> p.512M. </span> </div> </div><br><br>'}