Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἱερηΐς
ἱερής
ἱερίζω
ἱερίς
ἱερισμός
ἱέρισσα
ἱεριστής
ἱεριτεύω
ἱερῖτις
ἱεροβόαι
ἱεροβοτάνη
ἱερογλυφέω
ἱερογλυφικός
ἱερογλυφιστί
ἱερόγλυφος
ἱερογλωσσόκομον
ἱερόγλωσσος
ἱερογραμματεύς
ἱερογραφικός
ἱερόδακρυς
ἱεροδιδάσκαλος
View word page
ἱεροβοτάνη
ἱερο-βοτάνη
[
ᾰ],
A).
=
ἱερὰ βοτάνη
(cf.
βοτάνη
),
Isid.
Etym.
17.9.55
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἱεροβοτάνη
Headword (normalized):
ἱεροβοτάνη
Headword (normalized/stripped):
ιεροβοτανη
IDX:
50017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-50018
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱερο-βοτάνη</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἱερὰ βοτάνη</span> (cf. <span class="foreign greek">βοτάνη</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Isid.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Etym.</span> 17.9.55 </span>.</div> </div><br><br>'}