Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἱερατεία
ἱερατεῖον
ἱεράτευμα
ἱερατεύω
ἱερατικός
ἱεραύλης
ἱεραφορία
ἱεραφόρος
ἱέρεια1
ἱερεία2
ἱερειάζω
ἱερεῖον
ἱερειτεύω
ἱερεῖτις
ἱερεύς
ἱερεύσιμος
ἱέρευσις
ἱερευτικός
ἱερεύω
ἱερεωσύνη
ἱερή
View word page
ἱερειάζω
ἱερειάζω,
A). v. ἱεράζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἱερειάζω
Headword (normalized):
ἱερειάζω
Headword (normalized/stripped):
ιερειαζω
IDX:
49995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49996
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱερειάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἱεράζω</span> .</div> </div><br><br>'}