Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἱερακιδεύς
ἱερακίδιον
ἱερακίζω
ἱεράκιον
ἱερακίσκος
ἱερακιστί
ἱερακίτης
ἱερακοβοσκός
ἱερακοκτόνος
ἱερακόμορφος
ἱερακοπόδιον
ἱερακοπρόσωπος
ἱερακοτάφος
ἱερακοτρόφος
ἱερακώδης
ἱεράμοιβοι
ἱερανθεσία
ἱερανομέω
ἱέραξ
ἱεραοιδός
ἱεράομαι
View word page
ἱερακοπόδιον
ἱερᾱκο-πόδιον
,
τό
,=
λυχνὶς ἀγρία
, Ps.-
Dsc.
3.101
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἱερακοπόδιον
Headword (normalized):
ἱερακοπόδιον
Headword (normalized/stripped):
ιερακοποδιον
IDX:
49971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49972
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἱερᾱκο-πόδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">λυχνὶς ἀγρία</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.101 </span>.</div><br><br>'}