Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἵδρωσις
ἱδρώσσω
ἱδρωτάρια
ἱδρωτήριον
ἱδρωτίδες
ἱδρωτικός
ἱδρώτιον
ἱδρωτοειδῶς
ἱδρωτοποιέω
ἱδρωτοποιός
ἰδύβολαι
ἰδυῖα
ἰδυῖοι
ἰδύλευμα
ἰέ1
ἴε2
ἱερά
ἱεράγγελος
ἱεραγέω
ἱεραγωγός
ἱεράζω
View word page
ἰδύβολαι
ἰδύβολαι· προφαίνεται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰδύβολαι
Headword (normalized):
ἰδύβολαι
Headword (normalized/stripped):
ιδυβολαι
IDX:
49945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49946
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰδύβολαι·</span> <span class="foreign greek">προφαίνεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}