Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἴδιος
ἰδιόσημος
ἰδιοσπορέομαι
ἰδιοσπορία
ἰδιόσπορος
ἰδιόστολος
ἰδιοσυγκρασία
ἰδιοσύγκρισις
ἰδιοσύγκριτος
ἰδιοσυστασία
ἰδιότακτος
ἰδιότης
ἰδιοτοπέω
ἰδιοτοπία
ἰδιότοπος
ἰδιοτροπία
ἰδιότροπος
ἰδιοτρόφος
ἰδιότυπος
ἰδιοφεγγής
ἰδιοφυής
View word page
ἰδιότακτος
ἰδῐό-τακτος
,
ον
,
A).
gloss on
ἰδιόρρυθμος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἰδιότακτος
Headword (normalized):
ἰδιότακτος
Headword (normalized/stripped):
ιδιοτακτος
IDX:
49881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49882
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰδῐό-τακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἰδιόρρυθμος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}