Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰδιορρυθμία
ἰδιόρρυθμος
ἴδιος
ἰδιόσημος
ἰδιοσπορέομαι
ἰδιοσπορία
ἰδιόσπορος
ἰδιόστολος
ἰδιοσυγκρασία
ἰδιοσύγκρισις
ἰδιοσύγκριτος
ἰδιοσυστασία
ἰδιότακτος
ἰδιότης
ἰδιοτοπέω
ἰδιοτοπία
ἰδιότοπος
ἰδιοτροπία
ἰδιότροπος
ἰδιοτρόφος
ἰδιότυπος
View word page
ἰδιοσύγκριτος
ἰδῐο-σύγκρῐτος, ον,
A). peculiarly composed, Herm. ap. Stob. 1.49.44 .


ShortDef

peculiarly composed

Debugging

Headword:
ἰδιοσύγκριτος
Headword (normalized):
ἰδιοσύγκριτος
Headword (normalized/stripped):
ιδιοσυγκριτος
IDX:
49879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49880
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰδῐο-σύγκρῐτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">peculiarly composed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herm.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.49.44 </span>.</div> </div><br><br>'}