Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰδιόπλαστος
ἰδιοποιέω
ἰδιοποίημα
ἰδιοποιός
ἰδιοπραγέω
ἰδιοπραγία
ἰδιοπραγμονέω
ἰδιοπράγμων
ἰδιοπροσωπέω
ἰδιοπρόσωπος
ἰδιορρυθμία
ἰδιόρρυθμος
ἴδιος
ἰδιόσημος
ἰδιοσπορέομαι
ἰδιοσπορία
ἰδιόσπορος
ἰδιόστολος
ἰδιοσυγκρασία
ἰδιοσύγκρισις
ἰδιοσύγκριτος
View word page
ἰδιορρυθμία
ἰδῐο-ρρυθμία, ,= ἰδία τάξις, Cyr.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰδιορρυθμία
Headword (normalized):
ἰδιορρυθμία
Headword (normalized/stripped):
ιδιορρυθμια
IDX:
49869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49870
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰδῐο-ρρυθμία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">ἰδία τάξις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span> </span> </div><br><br>'}