Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰδιοπεριόριστος
ἰδιόπλαστος
ἰδιοποιέω
ἰδιοποίημα
ἰδιοποιός
ἰδιοπραγέω
ἰδιοπραγία
ἰδιοπραγμονέω
ἰδιοπράγμων
ἰδιοπροσωπέω
ἰδιοπρόσωπος
ἰδιορρυθμία
ἰδιόρρυθμος
ἴδιος
ἰδιόσημος
ἰδιοσπορέομαι
ἰδιοσπορία
ἰδιόσπορος
ἰδιόστολος
ἰδιοσυγκρασία
ἰδιοσύγκρισις
View word page
ἰδιοπρόσωπος
ἰδῐο-πρόσωπος, ον, ib. 50 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰδιοπρόσωπος
Headword (normalized):
ἰδιοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
ιδιοπροσωπος
IDX:
49868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49869
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰδῐο-πρόσωπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, ib. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:50" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:50/canonical-url/"> 50 </a>.</div><br><br>'}