Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἴδιον
ἰδιοξενία
ἰδιοξενοδόκος
ἰδιόξενος
ἰδιόομαι
ἰδιοπάθεια
ἰδιοπαθέω
ἰδιοπεριόριστος
ἰδιόπλαστος
ἰδιοποιέω
ἰδιοποίημα
ἰδιοποιός
ἰδιοπραγέω
ἰδιοπραγία
ἰδιοπραγμονέω
ἰδιοπράγμων
ἰδιοπροσωπέω
ἰδιοπρόσωπος
ἰδιορρυθμία
ἰδιόρρυθμος
ἴδιος
View word page
ἰδιοποίημα
ἰδῐο-ποίημα, ατος, τό,
A). act of appropriation, Gloss.


ShortDef

act of appropriation

Debugging

Headword:
ἰδιοποίημα
Headword (normalized):
ἰδιοποίημα
Headword (normalized/stripped):
ιδιοποιημα
IDX:
49861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49862
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰδῐο-ποίημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">act of appropriation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}