Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἰδιολογία
ἰδιομήκης
ἰδιόμορφος
ἴδιον
ἰδιοξενία
ἰδιοξενοδόκος
ἰδιόξενος
ἰδιόομαι
ἰδιοπάθεια
ἰδιοπαθέω
ἰδιοπεριόριστος
ἰδιόπλαστος
ἰδιοποιέω
ἰδιοποίημα
ἰδιοποιός
ἰδιοπραγέω
ἰδιοπραγία
ἰδιοπραγμονέω
ἰδιοπράγμων
ἰδιοπροσωπέω
ἰδιοπρόσωπος
View word page
ἰδιοπεριόριστος
ἰδῐο-περιόριστος, ον,
A). specially defined or limited, φύσις Suid. s.v. Θεόδωρος .


ShortDef

specially defined

Debugging

Headword:
ἰδιοπεριόριστος
Headword (normalized):
ἰδιοπεριόριστος
Headword (normalized/stripped):
ιδιοπεριοριστος
IDX:
49858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-49859
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἰδῐο-περιόριστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">specially defined</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">limited</span>, <span class="quote greek">φύσις</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Θεόδωρος</span> .</div> </div><br><br>'}